Κυριακή 30 Μαρτίου 2014

Το Σπιτάκι στο Λιβάδι (Παπαδιαμάντης)

                             


                                          

                                      ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ-ΦΟΡΟΙ

      Πτωχή χήρα, η Μαριώ η Λιβαδάκαινα, μαζι με την κόρη της την Ματώ,… Άμα ήρχισεν η καταιγίς και τα θεμέλια της οικίας ταχέως κατεπλημμύρισαν.  Αλλ’ ή Μαριώ δεν επρόσεχε  κατ’ αρχάς είς τούτο. Είχε τό μάτι υψηλά κατά το βουνόν. Ήτον αφηρημένη.
      -Μάνα, θα πλημμάρουμε, εφώναξεν ή κόρη της.
       Η μήτηρ εξηκολούθει  να κυττάζη, υψηλά είς το βουνόν.
      -Ας πά νά πλημμάρουμε. Εψιθύρισε.
      -Μάνα πλημμάραμε! Επανέλαβε μετ’ ολίγον η Ματώ……………………….
…… Η χήρα έστρεψε το βλέμμα προς τα παρά πόδας. Όλη η στεφάνη του εδάφους ολόγυρα είχε πλημμυρίσει και το ισόγειον της οικίας ήτο γεμάτον νερόν. Το χαμηλόν πάτωμα εκινδύνευε νά τό φτάση. Θάλασσα, ποταμός, πέλαγος…………………….
………. -Μάνα, είστε καλά ; Γλυτώσατε ; Ήτο η φωνή του Μανώλη (γιός)……………
……Τήν εσπέραν  εκείνην η πτωχή οικογένεια επήγε και διανυκτέρευσεν είς της  Μαργαρώς της Μποστανούς. Ο Κηπουρός εσυμβούλευε τον Μανώλην:
   -Να κάμης νόμο-τρόπο, λέω γώ, ν’ αγοράσης ένα σπίτοτοπο απάνω στα Κοτρώνια, ή στα γελαδάδικα ή στον απάνω Μαχαλά, να χτίσετε κανένα σπιτάκι να μη σας πατή το νερό.
    Η χήρα έλαβε τον λόγον.
   -Καλά το λές, γείτονα…. μα κείνος ο νταβατζής μας ο Ξυγκάκιας, του χρωστούμε, λέει, δεν ξέρω πόσα γίνονται, τριακόσιες δραχμές, όλο το διάφορο κεφάλι, το διάφορο κεφάλι …κι άς του πληρώναμε ταχτικά το διάφορο μόνο δύο χρονιές δεν του πληρώσαμε…Θα μας έχει πάρει άλλα τόσα, κι άλλα τόσα, κι ακόμη δός του, το διάφορο κεφάλι του ….κι εφοβέριζε να μας βγάλη από το σπίτι, να μας  το πουλήση στη δημοπρασία…και μας είπε τις προάλλες, θα πέση, μας είπε, το σπίτι να μας πλακώση… Να πού έπεσε τώρα, ας το χαρή ..Δεν έστελνε δα σήμερα κανένα κλήτορα η κανένα ταχτικό να μας βγάλη απ’ το σπίτι, μεγάλη χάρη θα μας έκανε ..όλοι μας, δύο πήχες τόπο θα χρειαστούμε να μας θάψουν…Ας χορτάσουν πλιά οι αχόρταγοι….
         Ο κηπουρός έσεισε τους ώμους, έπιε μίαν εις υγείαν της χήρας και των τέκνων της, και έψαλλεν ευθύμως το βραχνόν άσμα του:
                               Έλα βαρειά, σιγά και ταπεινά
                               μη πάρουν τ’ άρματα φωτιά
                               και κάψουνε τη γειτονιά.
                               Έρχουμαι, καλέ μ’ δεν έρχουμαι
                               Όξω στην πόρτα στέκουμαι,
                               ξενάκ’ είμαι και ντρέπουμαι. 
                               
                            


                                         

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου