ΝΑΞΟΣ
Μιά Πορτάρα ορθή
μές στις θύελλες και στους ανέμους,
στέκει αγέρωχη μές στούς αιώνες
χωρίς νά κλειστεί.
Γλάροι ολάσπροι
τριγύρω πλανιούνται,
κι ένας ήλιος ανάμεσα σκάει
πού ο Φοίβος εκεί οδηγεί.
Καθισμένος στ' ανώφλι
αγναντεύει
τό γαλάζιο το πέλαο πέρα
τή γεννήτρα τη Δήλο,
απ' τό μέγαρο
πού τού 'χουνε στήσει
τών Ναξίων τά χέρια
μιά μέρα.
Με τή λύρα στά χέρια
μέ τήν πόρτα ανοιχτή
μάς φωνάζει.
Ο Θεός τής χαράς
καί τού κάλλους,
έλα ξένε νά μπείς
νά καθίσεις,
το γλυκόπιοτο νά 'βρης τού Δία
τό κρασί μές στήν κούπα
καί τού Βάκχου τό άσμα ν'ακούσεις.
Κι όταν πιείς
στής χαράς το μεθύσι,
τή ματιά σου
ν' αφήσεις να πέσει,
ν' αγκαλιάσει τριγύρω
τήν πλάση.
Καί θά δείς
τά βουνά της να πέφτουν,
μέ θυμάρι γεμάτα ευωδία
στ' ακρογιάλια μ' ολάσπρη
δαντέλλα,
καί ζεστή αμμουδιά.
Κι ένας κέδρος
ένας σχίνος κι ένα πουρνάρι,
νά σκιάζουν μαζί αγκαλιά
ένα ήρεμο, άσπρο ακρογιάλι
πού στόν μπάτη
μονάχα μιλά.
Από τα λάθη τής ζωής
μιά μονάχα βγαίνει αλήθεια,
νά 'ναι η αγάπη μόνιμη
στ' ανθρώπινα τά στήθια.
Μανώλης Γρυλλάκης Δάσκαλος 05-07-1950
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου