Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2014

Συνάνθρωπος-Πλησίον



                                    

                            Λουκά Κεφ. Ι΄, εδάφ.25-37. 

Τω καιρώ εκείνω Νομικός τις προσήλθε τω Ιησού πειράζων αυτόν και λέγων. Διδάσκαλε, τι ποιήσας ζωήν αιώνιον κληρονομήσω; Ο δε είπε προς αυτόν. Εν τω νόμω τί γέγραπται; Πώς αναγινώσκεις; Ο δε αποκριθείς είπεν. Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της ισχύος σου και εξ όλης της διανοίας σου, και τον πλησίον σου ως σεαυτόν. Είπε δε αυτώ. Ορθώς απεκρίθης. Τούτο ποιεί και ζήση. Ο δε θέλων δικαιούν εαυτόν είπε προς τον Ιησούν. Και τις εστί μου πλησίον; Υπολαβών δε ο Ιησούς είπεν. Άνθρωπος τις κατέβαινεν από Ιερουσαλήμ εις Ιεριχώ, και λησταίς περιέπεσεν, οί και εκδύσαντες αυτόν και πληγάς επιθέντες απήλθον, αφέντες ημιθανή τυγχάνοντα. Κατά συγκυρίαν δε ιερεύς τις κατέβαινεν εν τη οδώ εκείνη, και ιδών αυτόν αντιπαρήλθεν. Ομοίως δε και Λευίτης γενόμενος κατά τον τόπον ελθών και ιδών αντιπαρήλθε. Σαμαρείτης δε τις οδεύων ήλθε κατ’ αυτόν, και ιδών αυτόν εσπλαγχνίσθη, και προσελθών κατέδησε τα τραύματα αυτού, επιχέων έλαιον και οίνον. Επιβιβάσας δε αυτόν επί το ίδιον κτήνος, ήγαγεν αυτόν εις πανδοχείον και επεμελήθη αυτού. Και επί την αύριον εξελθών, εκβαλών δύο δηνάρια έδωκε τω πανδοχεί και είπεν αυτώ. Επιμελήθητι αυτού, και ό, τι αν προσδαπανήσης, εγώ εν τω επανέρχεσθαί με αποδώσω σοι. Τις ουν τούτων των τριών, πλησίον δοκεί σοι γεγονέναι του εμπεσόντος εις τους ληστάς; Ο δε είπεν ο ποιήσας το έλεος μετ’ αυτού. Είπεν ουν αυτώ ο Ιησούς. Πορεύου και συ ποίει ομοίως.

Εκείνο τον καιρό κάποιος νομικός πλησίασε τον Ιησού πειράζοντάς Τον, λέγοντας: «Δάσκαλε, τι πρέπει να κάνω για να κληρονομήσω την αιώνια ζωή;». Και ο Ιησούς του είπε: «Τι είναι γραμμένο στο Νόμο; Τι διαβάζεις;». Και ο νομικός αποκρίθηκε και είπε: «Να αγαπήσεις τον Κύριο και Θεό σου με όλη την καρδιά σου και με όλη την ψυχή σου και με όλη τη δύναμή σου και με όλη τη σκέψη σου και τον πλησίον σου σαν τον εαυτό σου». Τότε του είπε ο Ιησούς: «Σωστά απάντησες. Αυτό να κάνεις και θα ζήσεις (αιώνια ζωή)». Ο νομικός, θέλοντας να δικαιολογηθεί, είπε στον Ιησού: «Και ποιος είναι ο πλησίον μου;». Παίρνοντας τότε αφορμή ο Ιησούς από τα λόγια του νομικού, είπε. «Ένας άνθρωπος κατέβαινε από τα Ιεροσόλυμα στην Ιεριχώ, έπεσε στα χέρια ληστών και αφού τον έγδυσαν και τον έδειραν μέχρι που του άνοιξαν πληγές, έφυγαν και τον άφησαν μισοπεθαμένο. Τυχαία πέρασε από το δρόμο εκείνο ένας ιερέας που τον είδε και προσπέρασε, χωρίς να του δώσει σημασία. Το ίδιο έκανε και ένας Λευίτης, (υπηρέτης Ναού) που κατέβαινε το συγκεκριμένο δρόμο. (Και οι δύο είχαν αξιώματα και έργο ιερό, αλλά ο υπολογισμός και η άρνηση ανάληψης ευθύνης τους οδήγησαν στην αθέτηση του καθήκοντος, στην έμπρακτη μετοχή του αγαπάτε αλλήλους) Ένας Σαμαρείτης που πέρναγε από τον ίδιο δρόμο, πήγε κοντά του και μόλις τον είδε έτσι, τον λυπήθηκε και του έδεσε τα τραύματα, πλένοντας τα με κρασί και βάζοντας επάνω λάδι. Κατόπιν τον ανέβασε στο ζώο του, τον έφερε στο κοντινότερο πανδοχείο και τον φρόντισε καλύτερα. Την άλλη μέρα που έφυγε, έβγαλε και έδωσε δυο δηνάρια (νομίσματα) στον πανδοχέα, και του είπε: «Φρόντισε τον εσύ και αν τύχει και ξοδέψεις κάτι παραπάνω, εγώ στο γυρισμό μου θα σε πληρώσω. Ποιος, λοιπόν, από αυτούς τους τρεις πιστεύεις ποιός έγινε ΄΄πλησίον΄΄ σ’ εκείνον που κακοποιήθηκε από τους ληστές;». Και ο νομικός είπε: «Εκείνος που τον συμπόνεσε και τον φρόντισε». Του είπε λοιπόν ο Ιησούς: «Πήγαινε και κάνε και συ το ίδιο».


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου